- βραύκη
- βραύκη,A = ἀκρίς, Hsch.: [full] βραῦκος, = μικρὰ ἀκρίς (Cret.), AB223; cf. βρεῦκος. [full] βραύλα· φθείρ, Hsch. [full] βραῦλον· κοῖλον, Id. [full] βραῦνα· κήλη, κύστις, ἐντεροκήλη, Id. [full] βραυνία· κοιλώματα γῆς, Id. [full] βραυῶσα· κεκραγυῖα, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.